“Γιατί το Αίμα αναπηδά σκίζει λαγκάδια και βουνά φτιάνει γιοφύρια και περνά!” Από παλαιό μοιρολόι της Μάνης
Ενοχλεί πολλούς η πραγματικότητα ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων. Γιατί; Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι έθνος χωρίς φυλή είναι ένα στοιχείο, που εύκολα καταστρέφεται και αλλοιώνεται.
Οι φυλές στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» πρέπει να καταστραφούν, πρέπει να μην υπάρχουν! Γιατί; Το λέει και ο Γουστάβος Λεμπόν στην ψυχολογία των όχλων. Λαός ομοιογενής με συνείδηση της φυλετικής του καταγωγής δεν είναι εύκολο να χειραγωγηθεί. Οι αρνητές της φυλετικής συνέχειας των Ελλήνων είναι δύο ειδών. Είναι οι μαρξιστικής προελεύσεως ανθέλληνες που δεν αναγνωρίζουν την έννοια της Ελληνικής φυλής, αλλά και κάποιοι «πατριώτες», που μας λένε ότι είμαστε «μπάσταρδοι», ότι δεν είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων και φθάνει που μιλάμε Ελληνικά … Σε όλους αυτούς θα απαντήσει το κείμενο αυτό.
Είχε ερημώσει η Ελλάδα στην Ελληνιστική περίοδο;
Είναι γεγονός πως πολλοί μεγάλοι μελετητές του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού (κυρίως Άγγλοι και Γερμανοί) υποστήριξαν ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν σχέση φυλετική με τους Αρχαίους Έλληνες. Άλλοι ενήργησαν υστερόβουλα, όπως ο Φαλμεράγιερ, άλλοι έπεσαν θύματα του ρομαντισμού τους και της λατρείας τους για την Αρχαία Ελλάδα, μην πιστεύοντας ότι ήταν δυνατόν οι σύγχρονοι τους αμόρφωτοι μέσα στην σκλαβιά Έλληνες του 19ου αιώνα να ήσαν απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποίησαν και το έργο του Παυσανίου «Ελλάδος περιήγησις», έργο στο οποίο περιγράφονται αρχαίοι τόποι έρημοι από πληθυσμό. Και πίστεψαν ότι ο Ελληνισμός εκείνη την εποχή είχε … εξαφανιστεί! Αυτό είναι λάθος και είναι λάθος γιατί αποδεδειγμένα το Έθνος μας δεν υπέστη καμμία τόσο μεγάλη γενοκτονία ώστε να εξαφανιστεί.
Αφ’ ετέρου την εποχή που ο Παυσανίας περιηγείτο την Ελλάδα (τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνος) είχαν συμβεί βαθιές αλλαγές στην κατανομή του Ελληνικού πληθυσμού. Είχαν δημιουργηθεί μεγάλα αστικά κέντρα, πολλές νέες πόλεις και εκεί ζούσε ο Ελληνισμός. Όπως, δηλαδή, σήμερα τα περισσότερα χωριά, κυρίως τα ορεινά, της Ελληνικής υπαίθρου είναι έρημα και αυτό δεν σημαίνει πως οι Έλληνες εξαφανίστηκαν, έτσι συνέβαινε και τότε.
Η συνέχεια της γλώσσας και οι κατά φαντασίαν «επιμειξίες»…
Το ζήτημα της γλώσσας και η συνέχειά της μέσα στον χρόνο είναι επίσης μια μεγάλη απόδειξη της Ελληνικής καταγωγής των συγχρόνων Ελλήνων. Όπως έχει γράψει στο περίφημο έργο του «Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους», ο Άρνολντ Τόινμπι, έργο που έχει εκδοθεί στην Ελληνική από τις εκδόσεις Καρδαμίτσα, η νέα Ελληνική γλώσσα είναι πολύ πιο κοντά στην γλώσσα του Ομήρου, απ’ ό,τι είναι η σύγχρονη αγγλική στην γλώσσα της εποχής του Σαίξπηρ! Με άλλα λόγια, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, οι Έλληνες άλλαξαν λιγότερο την γλώσσα τους από όσο την άλλαξαν οι Άγγλοι σε λιγότερο από πεντακόσια χρόνια!
Ένα άλλο επιχείρημα αυτών που ισχυρίζονται ότι ο Ελληνισμός δεν αποτελεί γνήσια φυλετική συνέχεια της αρχαιότητος είναι ότι οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι Τούρκων, Σλάβων και Αρβανιτών. Οι επιμειξίες, που δέχθηκε η Ελλάδα από τους Σλάβους, είναι πολύ αμφίβολο εάν ήσαν σλαβικές, αφού αποτελεί δεδομένο ότι και οι σλαβικοί λεγόμενοι λαοί της Χερσονήσου του Αίμου λίγη σχέση ανθρωπολογική έχουν με τους Σλάβους και είναι κυρίως απόγονοι Διναρικών, Ιλλυρικών και Θρακικών φύλων. Ακόμη όμως και εάν υπήρξαν, ήσαν ελάχιστες και περιορισμένες και αυτό αποδεικνύει ότι δεν διασώθηκε πουθενά στην Ελλάδα σλαβική διάλεκτος. Εκτός από κάποια τοπωνύμια και από το γλωσσικό ιδίωμα κάποιων δίγλωσσων κατοίκων της Μακεδονίας μας, που είναι χωρίς αμφιβολία ΚΑΘΑΡΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Από τους Τούρκους όχι μόνο δεν δεχθήκαμε επιμειξίες, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Οι Τούρκοι έχουν Ελληνικό αίμα και όχι οι Έλληνες τουρκικό. Όσο για τους Αρβανίτες, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε τίποτε, αφού είναι ένα από τα πλέον καθαρά Ελληνικά φύλα με στοιχεία αρχαϊκά τόσο στην γλώσσα, όσο και στην κοινωνικής τους δομή.
Η Φυλετική Ψυχή
Εκεί όμως όπου περίτρανα αποδεικνύεται η φυλετική συνέχεια των συγχρόνων Ελλήνων από τον μεγάλο εκείνο λαό, που δημιούργησε τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό, είναι τα λαογραφικά και θρησκειολογικά στοιχεία του νεότερου πολιτισμού μας. Στοιχεία, που μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος ήσαν πανταχού παρόντα στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων. Μέχρι που η αστικοποίηση και η καταστροφή του λαϊκού μας πολιτισμού από το κοσμοπολίτικο πρότυπο του καιρού μας ισοπέδωσε τα πάντα. Πρώτος την παρατήρηση αυτή έκανε ο μέγας Λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, που κατ’ ουσίαν απέδειξε, αντλώντας υλικό από τον απλό λαό, ότι οι σημερινοί Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν σε θεούς, νεράιδες, στοιχειά και δαιμόνια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που τα πίστευαν και οι Αρχαίοι Έλληνες.
Γιατί όμως, τα στοιχεία αυτά του λαϊκού πολιτισμού αποδεικνύουν ότι είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων; Μα για τον πολύ απλό λόγο ότι δεν ήταν δυνατόν, όντας ξένος λαός προς τους Αρχαίους Έλληνες, οι σύγχρονοι Έλληνες να διατηρήσουν μέσα στην ψυχή τους αυτά τα στοιχεία. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι λευκοί Αυστραλοί ή οι λευκοί Αμερικάνοι, στην Ωκεανία ή στις ΗΠΑ, δεν πιστεύουν ούτε έχουν κρατήσει στον λαϊκό τους πολιτισμό τα στοιχεία εκείνα τα μυθικά που πίστευαν οι ιθαγενείς λαοί των δύο ηπείρων. Αντίθετα, ο λαϊκός τους πολιτισμός είναι γεμάτος από ήθη και έθιμα της ευρωπαϊκής χώρας από την οποία προέρχονται. Εάν λοιπόν, οι σημερινοί Έλληνες, δεν ήσαν απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, πώς διεσώθησαν όλες αυτές οι πανάρχαιες παραδόσεις, όλη αυτή η πανάρχαια πίστη τους μέσα στην ψυχή τους;
Άξιος συνεχιστής του έργου του Νικολάου Πολίτη υπήρξε ο Γ.Α. Μέγας, που το βιβλίο του «Ελληνικές Γιορτές» επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Εστία». Από το βιβλίο του λοιπόν αυτό σας παραθέτουμε και το παρακάτω απόσπασμα:
«Όσον και αν η Εκκλησία προσεπάθησε με διδασκαλίας και νουθεσίας, με απειλάς και τιμωρίας να εκριζώση μύθους και συνηθείας της παλαιάς θρησκείας, ο άνθρωπος έμεινεν ο ίδιος εις την σκέψιν και το αίσθημα, προληπτικός και δεισιδαίμων, γεμάτος φόβους και τρόμους για την ύπαρξιν και την ευτυχίαν του. Ασθένειαι, θάνατος, αποτυχίαι τον απειλούν ανά πάσαν στιγμήν και ο φόβος και η αγωνία του θολώνουν τον νουν, βλέπει και προοιωνίζεται δεινά, τα οποία προσπαθεί να προλάβει, ν’ αποτρέψη, ν’ αποσοβήση με τρόπους και μέσα που δεν έχουν πολλάκις σχέσιν με την αληθινήν εις τον Θεόν πίστιν, αλλ’ είναι μέθοδοι και συστήματα της μαγείας και της αρχαίας λατρείας».
“Ο ομηρικός κόσμος των νεκρών χαράχτηκε βαθιά στην συνείδηση του λαού”
Από το ίδιο βιβλίο είναι και ένα άλλο απόσπασμα που θα παραθέσουμε στην συνέχεια και το οποίο ασχολείται με ένα από τα πλέον βαθύτατα και σκοτεινά στοιχεία της ανθρώπινης ψυχής. Τον τρόπο με τον οποίο βλέπει ένας λαός τον θάνατο, το πέρασμα στον Άδη. Ένα απόσπασμα πολύ χαρακτηριστικό γιατί δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα σημαντικά, που έχουν να κάνουν με αυτήν την ίδια την πνευματική υπόσταση ενός λαού. Γράφει λοιπόν ο Γ.Α. Μέγας:
«Την μη σωματική, άυλη ύπαρξη αδυνατεί να την εννοήσει ο άνθρωπος του λαού και φαντάζεται τον νεκρό να μεταβαίνει στο λιβάδι της αλησμονιάς (τον “ασφοδελόν λειμώνα” των Αρχαίων) ολόσωμος, στη σωματική κατάσταση που τον βρήκε ο θάνατος. Μέσα στον Άδη, το σκοτεινό και αραχνιασμένο αυτό κατοικητήριο, όλοι, καλοί και κακοί, γέροντες και νέοι, συνωθούνται χωρίς διάκριση, έλεος και παρηγοριά. Άγριος και αδυσώπητος κυρίαρχος του Άδη ο Χάροντας, βασιλεύει και ανάμεσα στους νεκρούς με την Χαρόντισσά του.
«Ο Άδης των σημερινών Ελλήνων», λέει ο Martin Nilsson, ο σοφός ερευνητής της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, «είναι ο χωρίς ύπαρξη και παρηγοριά, υποχθόνιος κόσμος του Ομήρου, αν και η χριστιανική διδασκαλία για τον ουρανό και την κόλαση είναι γνωστή. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι ο ομηρικός κόσμος των νεκρών χαράχτηκε τόσο βαθιά στην συνείδηση του λαού, ώστε ούτε η μυθολογία ούτε ο Χριστιανισμός κατόρθωσαν να τον εκβάλουν».
Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Ελληνικός Λαός σε αυτό το τόσο σημαντικό υπαρξιακό ζήτημα δεν άλλαξε τρεις χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα. Πώς είναι δυνατόν όμως να παραμένουν ζωντανά και υπαρκτά με αδιάλειπτη συνέχεια τέτοια τόσο ουσιώδη για τον ψυχισμό ενός λαού στοιχεία, εάν ο λαός αυτός δεν είναι παρά η φυλετική συνέχεια του Αρχαίου Λαού;
Νικόλαος Γ. Μιχαλολιάκος