“Το ξαναγέννημα ενός ολόκληρου κόσμου μέσα από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας της αμαρτίας με την έλευση του φωτοδότη λυτρωτή Θεανθρώπου.”
“Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί ψυχή και με προσμένει.”
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Εάν κάποιος πιστεύει ότι αυτό, το οποίο ζει ο λαός της “Ελλάδος” (ποιά … Ελλάδα; Το ψευτορωμαίικο είναι!) είναι δημοκρατία και όχι μία απόλυτη τυραννία, τότε ή δεν έχει αντίληψη της πραγματικότητος ή πολύ απλά έχει αποδεχθεί την σκληρή του μοίρα, όντας ραγιάς και δούλος φοβισμένος, που τρέμει να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια. Μια αλήθεια που φαίνεται καθαρά και τις Άγιες αυτές ημέρες των Χριστουγέννων όπου όλα έχουν αλλάξει μέσα σε λίγα χρόνια.
Στο στίχο που υπάρχει στην αρχή αυτού του κειμένου, του Κωστή Παλαμά, για το σπίτι που γεννήθηκε και το πατούν οι ξένοι, δεν αναφέρεται στην πατρική του οικεία, που ήταν ερείπιο μέχρι πριν λίγα χρόνια πριν το αγοράσει ένας ομογενής από την Πάτρα και το μετατρέψει σε Μουσείο. Το ελληνικό κράτος δεν είχε χρήματα για τον Κωστή Παλαμά, έχει μόνον για τους λαθρομετανάστες…
Όλα έχουν αλλάξει στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Μία παράδοση αιώνων έχει κτυπηθεί αμείλικτα από τους κερδοσκόπους χάριν ενός καταναλωτισμού και τίποτε δεν υπάρχει από την εποχή που ο κόσμος μπορεί να ήταν πιο φτωχός σε υλικά αγαθά, αλλά πλούσιος σε Πίστη, σε ψυχή και αισθήματα.
Γεννήθηκα σε μία κεντρική συνοικία των Αθηνών και παρόλα αυτό είχα την τύχη και την ευλογία να ζήσω το πνεύμα των Χριστουγέννων μιας παλαιάς Ελλάδος, η οποία σήμερα φαντάζει μία μακρινή νοσταλγική ανάμνηση.
Τόσο αυτήν την χρονιά όσο και τα περασμένα χρόνια οι νεοέλληνες ζουν τις ημέρες των εορτών με ένα πνεύμα (καταχρηστική η χρησιμοποίηση της λέξεως πνεύμα …) το οποίο ασφαλώς δεν έχει την οποιαδήποτε σχέση με το πνεύμα των Χριστουγέννων, των Ελληνικών Χριστουγέννων σύμφωνα με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας.
Η τελευταία γενιά που έζησε τα Ελληνικά Χριστούγεννα
Φαίνεται πως η δική μου γενιά ήταν η τελευταία η οποία έζησε με ένα ύστατο άρωμα, με μία γεύση εάν θέλετε των Ελληνικών Χριστουγέννων. Δεν αναφέρομαι σε αυτό το βαθύ και μοναδικό το οποίο ενυπάρχει στα σχετικά διηγήματα του κοσμοκαλόγερου της Ελληνικής Λογοτεχνίας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένα βαθύ πνεύμα ευλαβείας, βυθισμένο μέσα στο χρόνο το οποίο εξέφραζε αρμονικά συνταιριασμένες την Ελληνική Ψυχή και την ευλάβεια. Το ξαναγέννημα ενός ολόκληρου κόσμου μέσα από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας της αμαρτίας με την έλευση του φωτοδότη λυτρωτή Θεανθρώπου.
Όχι, ασφαλώς όχι. Τα Χριστούγεννα της δεκαετίας του ’60 και εάν θέλετε των αρχών της δεκαετίας του ’70 δεν είχαν σχέση με την αγνότητα την αμόλυντη της ελληνικής ψυχής, αλλά σίγουρα κρατούσαν στοιχεία από αυτήν μέσα από το πέρασμα του χρόνου.
Τότε λοιπόν, για όσους δεν το ξέρουν γιατί ποτέ δεν το έζησαν, οι οικογένειες με την ευρύτερη έννοια μαζευόντουσαν στην κατοικία του πλέον ηλικιωμένου και σεβάσμιου κι όλοι μαζί εόρταζαν τα Χριστούγεννα και την έλευση του Νέου Έτους. Όλοι οι συγγενείς δηλαδή συγκεντρωνόντουσαν για να εορτάσουν και υπήρχε ένα πνεύμα αγάπης, ομόνοιας, αισιοδοξίας παρ’ όλα τα σοβαρά προβλήματα κοινωνικά και οικονομικά τα οποία αναμφισβήτητα υπήρχαν εκείνη την εποχή.
“Ήταν η γειτονιά και από γειτονιά σε γειτονιά ολόκληρη η Ελλάδα” … “Αυτή είναι η Ελλάδα που πεθαίνει”
Όσο για εμάς τα παιδιά ζούσαμε πραγματικά σε έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο γεμάτο μυστήρια, μύθους και παραδόσεις. Ήταν οι καλικάντζαροι που πολέμαγαν να πριονίσουν το δέντρο της ζωής που κρατούσε ολόκληρο τον κόσμο και οι οποίοι σκορπίζανε με την έλευση του Θεανθρώπου και τα Φώτα. Ήταν το πνεύμα του Κακού, το οποίο η μεγάλη ημέρα έδιωχνε μακριά από τους ανθρώπους. Και ήταν η εξαγνιστική πυρρά, το κούτσουρο που έκαιγε ολόκληρο το δωδεκαήμερο, το οποίο προστάτευε τους πιστούς από την έλευση της διαβολής και της κακίας.
Πέρα όμως από την οικογένεια υπήρχε και μία μεγαλύτερη οικογένεια. Ήταν η γειτονιά και από γειτονιά σε γειτονιά ολόκληρη η Ελλάδα. Τα κάλαντα τα έλεγαν τα γειτονόπουλα της διπλανής πόρτας τα οποία τα γνώριζες και όχι συμμορίες κακοποιών που κτυπούν με θράσος τις πόρτες ακόμη και το μεσημέρι προκειμένου να εκβιάσουν τον χρηματικό οβολό.
Αυτήν την Ελλάδα κάποτε την έζησα και θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν αγαπημένο μου εξάδελφο με τον οποίον βρισκόμουν μαζί στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου περιμένοντας νέα για έναν ασθενή συγγενή μας. Εκεί ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας ηλικιωμένος επαρχιώτης, ο οποίος φορούσε τσαρούχια. Βλέποντάς τον με τα τσαρούχια μου είχε πει την φράση “αυτή είναι η Ελλάδα που πεθαίνει”! Δεν έδωσα τότε μεγάλη σημασία, αλλά σήμερα αλίμονο γνωρίζω ότι τα λόγια του ήταν πραγματικά προφητικά.
Απέναντι σε αυτά λοιπόν τα οποία επιγραμματικά ανέφερα και τα οποία επαναλαμβάνω δεν μπορούν να τα νιώσουν παρά μόνον όσοι τα έχουν ζήσει και μόνον όσοι αισθάνονται αηδία από την σημερινή κατάσταση, απέναντι σε αυτές τις εικόνες μιας κοινωνίας, που είχε λιγότερα υλικά αγαθά, αλλά περίσσευμα ψυχής, υπάρχει ο ζόφος της σημερινής εποχής. Όχι, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο στην πράγματι σοβαρή οικονομική κρίση, την φτώχεια που απλώνεται παντού, γιατί φτώχεια υπήρχε και τότε, αναφέρομαι στο καταναλωτικό όργιο, στην αποξένωση, στην έλλειψη Ιδανικών, σε ένα λαό που έχει καταντήσει αγέλη χωρίς ταυτότητα.
Το ξεχωριστό φως που καίει και λάμπει πάνω από την θάλασσα, το οποίο περιγράφει σε ένα διήγημά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν φέγγει σήμερα για κανέναν παρά μόνον για όσους έχουν παραμείνει “αλαφροΐσκιωτοι”, πιστοί στο πνεύμα της παλαιάς Ελλάδας το οποίο ήταν ένα πνεύμα αληθινό που δεν αγοραζόταν ούτε πουλιόταν.
“Σε πείσμα των καιρών”
Όμως, εγώ σε πείσμα των καιρών θα επιστρέψω και πάλι στις δεκαετίες εκείνες τις παλαιές όταν το κέντρο των Αθηνών ήταν γεμάτο φώτα, με τους ανθρώπους χαρούμενους, χωρίς πολλά λεφτά, αλλά με μεγάλη καρδιά και αμόλυντη ελληνική ψυχή! Μας λένε πως ό,τι ζούμε σήμερα είναι “ανάπτυξη”, ότι ο κόσμος προχωράει μπροστά … Εγώ θα πω πως αυτό δεν είναι ανάπτυξη, είναι παρακμή και με τα λόγια αυτά θα ευχηθώ Καλά Χριστούγεννα, σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.
Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ